- ευδιόρθωτος
- εὐδιόρθωτος, -ον (ΑΜ)1. αυτός που διορθώνεται ή θεραπεύεται εύκολα («εὐδιόρθωτον... συμφοράν», Διον. Αλ.)2. αυτός που επισκευάζεται εύκολααρχ.(για νόσο) εκείνος που εύκολα θεραπεύεται («εὐδιόρθωτοι νοῡσοι», Ιπποκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.